κυκλοτέρμων

κυκλοτέρμων
κυκλο-τέρμων, ον, gen. ονος,
A moving in a cycle,

βίος IG5(2).472

([place name] Megalopolis).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυκλοτέρμων — κυκλοτέρμων, ον (Α) αυτός που κινείται κυκλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + τέρμων «τέρμα» (πρβλ. αλι τέρμων, βιο τέρμων)] …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”